ποταμογείτων

ποταμογείτων
(potamogeton). Γένος πολυετών υδρόβιων φυτών της οικογένειας των ποταμογειτονιδών. Περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, που φυτρώνουν στις εύκρατες και θερμές χώρες και αφθονούν στα ρυάκια και τα έλη της Γαλλίας. Είναι φυτά με ρίζωμα που έρπει και μεγαλώνουν σε γλυκά στάσιμα νερά έχοντας ολοκληρωτικά βυθισμένα τα φύλλα τους στο νερό, ή απλώς επιπλέουν στην υδάτινη επιφάνεια τα ανώτερα φύλλα τους. Έχουν λουλούδια πρασινωπά ή κοκκινωπά. Στην Ελλάδα φυτρώνουν περίπου 12 είδη, συνήθως σε τέλματα, έλη, όχθες ποταμών και γενικά σε στάσιμα νερά. Γνωστότερα από αυτά είναι ο π. ο νηχόμενος, γνωστός με την κοινή ονομασία νεροφύλλι, ο π. ο διάτρητος, άφθονος στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, ο π. ο άλπειος που φυτρώνει στις Άλπεις κ.ά. Το υδρόβιο φυτό ποταμογείτων.
* * *
-ονος, ο, ΝΑ
πολυετές υδρόβιο φυτό που είναι βυθισμένο ολόκληρο στα νερά τών ρυακιών ή επιπλέουν μόνο τα φύλλα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + γείτων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποταμογείτων — pondweed masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμογείτονα — ποταμογείτων pondweed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμογείτονος — ποταμογείτων pondweed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • σταχυΐτις — ίτιδος, ή, και σταχυϊτης, ου, ὁ, Α 1. το φυτό ποταμογείτων 2. το φυτό τριπόλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελην ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • akʷā- (more properly ǝkʷā): ēkʷ- —     akʷā (more properly ǝkʷā): ēkʷ     English meaning: “water, river”     Deutsche Übersetzung: “Wasser, Fluß”     Note: From Root angʷ(h)i : ‘snake, worm” derived Root akʷü (more properly ǝkʷü ): ēkʷ : “water, river”; Root eĝhero : “lake,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • dhē-2 —     dhē 2     English meaning: to put, place     Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen”     Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”